- σκοτεινός
- -ή, -ό / σκοτεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ.β. «νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ.γ. «σκοτειναὶ ὁδοί», Ξεν.)2. αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λάμψης, αμαυρός, σκούρος, βαθύχρωμος (α. «σκοτεινό νεφέλωμα» β. «ο ουρανός πήρε χρώμα σκοτεινό»)3. μτφ. α) δύσκολος ως προς τη διερεύνηση κατανόηση και διαλεύκανσή του, περίπλοκος, δυσερεύνητος (α. «σκοτεινή υπόθεση» β. «σκοτεινό έγκλημα» γ. «ἔστι γοῡν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος [ὁ τόπος]», Πλάτ.)β) αυτός που κρύβει κάποιο μυστήριο, μυστηριώδης, απόκρυφος (α. «σκοτεινές ενέργειες» β. «σκοτεινὰ μηχανήματα», Ευρ.)γ) (για συγγραφείς, διανοητές και για κείμενα ή λόγους) δυσνόητος, στρυφνός, ασαφής (α. «ο Μαλλαρμέ υπήρξε ο σκοτεινότερος τών συμβολιστών ποιητών» β. «σκοτεινό χωρίο τού Θουκυδίδη» γ. «Ἡράκλειτος ὁ σκοτεινός», Αριστοτ.δ. «ἁπάντων διακειμένων πρὸς τὴν ἀκρόασιν φθέγγεται τὸ θηρίον τοῡτο προίμιον σκοτεινόν», Αισχίν.)δ) δόλιος, κακός, κακούργος, εγκληματικός (α. «σκοτεινή ψυχή» β. «σκοτεινοί διαλογισμοί» γ. «τη σκοτεινή συνωμοσία ξεχνούσα», Σαίξπηρ μετφρ. Θεοτόκ.δ. «ἔργοις σκοτεινοῑς συνεπαχθείς», Μηναί.)νεοελλ.1. αυτός που δεν αφήνει ελπίδες, δυσοίωνος, ζοφερός («το μέλλον διαγράφεται σκοτεινό»)2. αυτός που πραγματεύεται θλιβερές ή λυπηρές καταστάσεις («κι εγώ σκυφτός στο σκοτεινό βιβλίο», Πορφύρ.)3. άτυχος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος («μαύρη και σκοτεινή ζωή περνούμε»)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) σκοτεινάi) στο σκοτάδι, αφού σκοτείνιασε («ήταν πολύ σκοτεινά όταν ήλθε»)ii) πρωί πρωί, προτού ξημερώσει («μά 'τον ακόμη σκοτεινά και δεν καλοξανοίγουν», Ερωτόκρ.)5. φρ. α) «στα σκοτεινά»i) στο σκοτάδι (α. «πώς μπορείς να διαβάζεις στα σκοτεινά;» β. «στα σκοτεινά τήν έλουζε στ' άφεγγα τή χτενίζει», Πολίτ.)ii) χωρίς κατεύθυνση, χωρίς πυξίδα, στην αβεβαιότητα («βαδίζουμε στα σκοτεινά»)β) «σκοτεινός θάλαμος»(οπτικ.-φωτογρ.) βλ. θάλαμοςγ) «σκοτεινή σύνδεση»(ηλεκτρολ.) σύνδεση λαμπτήρων συγχρονισμού, τέτοια ώστε τη στιγμή τού συγχρονισμού οι λαμπτήρες να είναι σβηστοίαρχ.1. (για πρόσ.) τυφλός2. μτφ. α) άκαρδος, άσπλαχνος, ανελέητος («oἱ πολλοὶ τοὺς ἀνελεήμονας εἰώθασι καλεῑν σκοτεινούς», Ιωάνν. Χρυσ.)β) κακός, φθοροποιός, επιβλαβής («σκοτεινὰ δόγματα», Κλήμ. Αλ.)3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ σκοτεινόντόπος που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι («τῶν πολεμίων λαθόντες τοὺς φύλακας ἀνὰ τὸ σκοτεινόν μὲν οὐ προϊδόντων αὐτῶν», Θουκ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκοτεινά(στη ζωγραφική) η σκιά τών εικόνων («ὥσπερ οἱ ζωγράφοι τὰ φωτεινὰ καὶ λαμπρὰ τοῑς σκιεροῑς καὶ σκοτεινοῑς ἐπιτείνουσιν», Πλούτ.)5. φρ. «σκοτειναὶ ἀκοαί» — ασαφείς φήμες, ψίθυροι.επίρρ...σκοτεινώς / σκοτεινῶς ΝΜΑ, και σκοτεινά Ν1. κατά τρόπο σκοτεινό2. στο σκοτάδι3. μτφ. ασαφώς, κατά τρόπο δυσνόητο και όχι καθαρό (α. «μίλησε πολύ σκοτεινά και πολύ λίγοι τόν κατάλαβαν» β. «ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, κατ' αναλογία προς το φαεινός*].
Dictionary of Greek. 2013.